- επιτρόπευση
- ηη επιτροπεία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιτρόπευση — η (Α ἐπιτρόπευσις) [επιτροπεύω] επιτροπεία … Dictionary of Greek
επιτροπευτικός — ἐπιτροπευτικός, ή, όν (Α) [επιτρόπευση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιτροπεία*, ο κατάλληλος για επιτροπεία («καταμαθὼν ἤν που ᾖ ἐπιτροπευτικὸς ἀνήρ», Ξεν.) … Dictionary of Greek
Ιππής — Κωμωδία του Αριστοφάνη. Διδάχθηκε στα Λήναια το 424 π.Χ., χαρίζοντας το πρώτο βραβείο στον δημιουργό της. Στην εισαγωγή του έργου δύο δούλοι, που ουσιαστικά υποδύονται τους στρατηγούς Νικία και Δημοσθένη, παραπονιούνται στον αφέντη τους, Δήμο,… … Dictionary of Greek
επιτροπεία — η 1.η διοίκηση ή η επιμέλεια που ανατέθηκε σε κάποιον, η επιτρόπευση: Επιτροπεία ανήλικων παιδιών. 2. επιτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)